-
1 παροξυνω
(ῡ) (fut. παροξῠνῶ)1) поощрять, ободрять2) возбуждать, подстрекать(ἐπὴ τὸν πόλεμον Isocr.; πρὸς τέν στρατείαν Polyb.; τινὰ ἐπὴ μάχην Plut.)
παρωξυμμένος Lys. — охваченный страстью3) раздражать, ожесточать, озлоблять(φρένα τινός Eur.)
παρωξύνετο τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ NT. — он возмутился4) грам. ставить острое ударение на предпоследнем слоге
См. также в других словарях:
παροξύνω — ΝΜΑ [οξύνω] 1. κάνω κάτι οξύ, αιχμηρό, ακονίζω κάτι 2. μτφ. παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω κάποιον προς κάτι («τούτους ἐπαινῶν τε παρώξυνε», Ξεν.) 3. εξάπτω, διεγείρω, ερεθίζω («πατρὸς δὲ μὴ παροξύνης φρένας», Ευρ.) 4. γραμμ. τονίζω την… … Dictionary of Greek